- σκερτσάρω
- (αόρ. σκερτσάρισα) αμετ.1) кокетничать; 2) ломаться, кривляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκερτσάρω — Ν κάνω σκέρτσα, νάζια, συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzare] … Dictionary of Greek
σκερτσάντο — το, Ν όρος τής μουσικής που χαρακτηρίζει μια εύθυμη σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzando < ρ. scherzare (πρβλ. σκερτσάρω, σκέρτσο)] … Dictionary of Greek